... Ήμουνα πεταμένος σ’ ένα σκοτεινό κελί, βασανισμένος και ταλαιπωρημένος, γεμάτο πόνο και μικρές καταιγίδες απελπισίας... Κι όπως ψαχνόμουνα για να βρω τις ζημιές στο σώμα μου, ανακάλυψα το κορμί μου. Το μέσον της ελευθερίας μου... Δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια, το μυαλό μου, όλα δικά μου, εγώ κάνω ό,τι θέλω, έχω το σώμα μου, δεν είμαι μόνος μου, μα είμαι τόσο πλούσιος. Μπορώ να κάνω παρέα με το σώμα μου, δεν είμαι μόνος, χαιδεύω το δέρμα μου, πιάνω τους μυς μου, γυρίζω τη γλώσσα μου μέσα στο στόμα μου και λέει χιλιάδες πράγματα, έχω τα μάτια μου, τα στυλώνω στο σκοτάδι και βλέπω, έχω τη φωνή μου, φωνάζω, ακούω.
Ακούω το σώμα μου που πονάει και είναι ευτυχισμένο γιατί δε με πρόδωσε, είμαστε μαζί, είμαι εγώ, και τα όρια της ελευθερίας μας, ο θάνατος. Σας έχω χεσμένους. [...]
Τι λέτε ρε καριόληδες; Έχετε δει ποτέ μέσα σ’ ένα ανθρώπινο βλέμμα; Είδατε ποτέ μάτια ερωτευμένου, φοβισμένου, συνεπαρμένου από μύθους και οράματα; Όσο μικρός και ταπεινός – κατά τα δικά σας κριτήρια- κι αν είναι, ένας άνθρωπος, είναι πάντα ένας κόσμος ολόκληρος. Όπως κάθε πλάσμα, ζώο ή χορταράκι που κατοικεί σε τούτο τον πλανήτη. Δεν είναι «υλικό» ρε, δεν είναι «στοιχείο», είναι επιθυμία, όνειρο, φαντασία, συνείδηση, ομορφιά. Είναι ένα αστέρι σαν τη γη ολόκληρη μέσα στο σύμπαν.
Χρόνης Μίσσιος
Ο έτσι δεν είμαι γω. Ο έτσι είναι ο έτσι κι ανήκει στον εαυτό του.
Οποιαδήποτε ομοιότης. σύμπτωση. Οποιαδήποτε σύγκριση. εκτός πραγματικότητας.
Για να εξηγούμαι. Η μούρη του έτσι είναι πιο μεγάλη απ’ τη δική μου και πιο δυνατή. Δεν φοβάται μη του πέσει.
Ο έτσι ήταν έτσι κι είχε καταλάβει τα υπόγεια και τάχε αφήσει ανοιχτά στους πάντες. Και κάνανε ανοιχτές πρόβες με τα πάντα. Λίγο Ντα-Ντα και Χα χωρίς να ξέρουν το Ντα-Ντα. Κι ας τον ελέγανε χαφιέ, γιατί έκανε θέατρο στο Πανεπιστήμιο. Και το Πανεπιστήμιο το έλεγχε η Χούντα. Και τα κεφάλαια μας τα κάτεχε η Χούντα. Και όπου κατουράγαμε η Χούντα ήτανε παρών…
Πως ήταν δυνατό να μην είναι παρών στο θεατράκι;
Ο έτσι τα είχε κάνει όλα άνω κάτω για να το κρατήσει. Εκεί μέσα παιζόταν η ψυχή τους.
Δε δίναν παραστάσεις, μονάχα κάναν πρόβες ανοιχτές, γράφαν και κάναν πρόβες.
Κάθε μέρα κι άλλο έργο μπροστά στους θεατές. Αυτό δεν ήταν θέατρο.
Εκεί παιζόταν η ψυχή τους.
Εκεί βγάζαν τ’ άντερά τους όξω και ξεπέρναγαν τα σκατά τους ξερνώντας τη βρωμιά τους και την αλήθεια τους μπροστά στους τρίτους αλλά και μεταξύ τους.
Φτάνανε να σκοτωθούν και να σκοτώσουν.
Πέφταν και σηκωνόντουσαν. Και όμως συνέχιζαν.
Εδώ υπερβάλλω λιγάκι που τα γράφω, αλλά για τον Έτσι ήταν έτσι, και ο Έτσι ένοιωθε έτσι.
Κι είχε κάνει τα πάντα άνω κάτω, κι έπαιζε τη ψυχή του. Μόνο που νόμιζε πως δεν το ‘κανε μονάχος. Πως κι οι άλλοι πού ‘ταν κείνο τον καιρό μαζί του κάνανε κι αυτοί τα πάντα άνω κάτω και παίζανε κι εκείνοι την ψυχή τους. Τότε δεν το ‘ξερε πως τα υπόγεια τα ‘χε καταλάβει αυτός. Πίστευε πως ήτανε κι αυτός ένας απ’ όλους.
Του άρεζε να το πιστεύει. Ίσως έτσι τον βόλευε.
Πάντα ο Έτσι ένοιωθε έτσι.
Νικόλας Άσιμος
"Θεατρίνοι, Μ. Α."
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε στήνουμε θέατρα και σκηνικά,όμως η μοίρα μας πάντα νικά και τα σαρώνει και μας σαρώνει και τους θεατρίνους και το θεατρώνη υποβολέα και μουσικούς στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς. Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια, μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές κι επιφωνήματα και χαραυγές ριγμένα ανάκατα μαζί μ' εμάς (πες μου που πάμε; πες μου που πας;) πάνω απ' το δέρμα μας γυμνά τα νεύρασαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα (πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;) και τεντωμένα σαν τις χορδές μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες και την καρδιά μας· ένα σφουγγάρι, στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι πίνοντας το αίμα και τη χολήκαι του τετράρχη και του ληστή.
Μέση Ανατολή, Αύγουστος '43
Γ. Σεφέρης
Θα' ρθει καιρός που θ' αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη -
μη βλέπεις εμένα - μην κλαίς.
Εσύ εισ' η ελπίδα
άκου θα' ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δεν θα βγαίνουν στην τύχη
Δεν θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλεά θα τη διαλέγουμε
δε θα' μαστε αλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι - σκέψου!-
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι - καταπίεση - μοναξιά - τιμή -
κέρδος - εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -
δε θέλω να λέω ψέματα -
δύσκολοι καιροί.
Και θα' ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω - μην περιμένεις κι απο μένα πολλά -
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω καλά :
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.
Κ. Γώγου